Τα μεσημέρια μάς ϕυλάνε μια μελαγχολία
όπως στριμώχνονται τα έπιπλα με θράσος
καθίσματα απ' οξιά, απόλυτα απαλά και λεία
δε μοιάζουν με τα δέντρα που άϕησαν στο δάσος
όπως στριμώχνονται τα έπιπλα με θράσος
καθίσματα απ' οξιά, απόλυτα απαλά και λεία
δε μοιάζουν με τα δέντρα που άϕησαν στο δάσος
Τα μεσημέρια καταγράϕονται από αγωνία
και τρεμοπαίζουν με τα δάχτυλα τα χείλια
σαν βέρες που στον κύκλο τους σχημάτιζαν γωνία
μα βρέθηκαν ανάμεσα σ' άσπρα μαντήλια
και τρεμοπαίζουν με τα δάχτυλα τα χείλια
σαν βέρες που στον κύκλο τους σχημάτιζαν γωνία
μα βρέθηκαν ανάμεσα σ' άσπρα μαντήλια
Κι ό,τι χρωμάτισαν τα μάτια
βρεγμένο ήταν σκοτάδι
ποιο βλέμμα όμως σκορπάει στ' αλάτια
κι αϕήνεται στο χάδι;
βρεγμένο ήταν σκοτάδι
ποιο βλέμμα όμως σκορπάει στ' αλάτια
κι αϕήνεται στο χάδι;
Στα μεσημέρια οι κάτοικοι καθώς αλλάζουν σπίτια,
δωμάτια, τραπέζια, δρόμους και σεντόνια
ϕορούν στα σκονισμένα τους σακάκια τα σιρίτια
και τα παράσημα απ' τα περασμένα χρόνια
δωμάτια, τραπέζια, δρόμους και σεντόνια
ϕορούν στα σκονισμένα τους σακάκια τα σιρίτια
και τα παράσημα απ' τα περασμένα χρόνια
Κι ό,τι δεν άϕησαν τα χέρια
είχε σωθεί
είχε σωθεί
-μαχαίρι άκοπο στα χέρια
είχε δοθεί
είχε δοθεί